Διακοπές!

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

Διαλέγοντας τον κατάλληλο παιδικό σταθμό






Δεν θα μπορούσα να φανταστώ καλύτερο τρόπο για να ολοκληρωθεί ο κύκλος «Συγγραφείς στα θρανία» που ξεκίνησε από την αρχή της χρονιάς στο Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης. Κάθε εβδομάδα ένας συγγραφέας κι ένα ξεχωριστό βιβλίο, συζητήσεις που πηγαίνουν κάτω από την επιφάνεια, βιωματικά εργαστήρια, παιχνίδια, γέλιο, συγκίνηση.
Η χθεσινή Δευτέρα, όπου παρουσιάσαμε στο Μουσείο τη «Σκουφοκοκκινίτσα» της Μαρίνας Γιώτη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, ήταν ξεχωριστή.
Εκτός από τη συγγραφέα ήταν μαζί μας η εκπαιδευτικός Πόλκα Χατζηιωάννου-Σταθοπούλου, η σύμβουλος ψυχικής υγείας Σοφία Λίναρη και -εκτός προγράμματος- ο ψυχολόγος Παντελής Πρώιος.
Από την αρχή, μιλώντας με την Πόλκα θυμήθηκα μια συνέντευξη με τον πατέρα της τον κύριο Γιώργο Σταθόπουλο σε ένα από αυτά που θεωρώ από τα καλύτερα ρεπορτάζ που έχω κάνει και έχω συμπεριλάβει στο δεύτερο «Ημερολόγιο ενός πατέρα» με τίτλο «Όποιος αγαπάει εκπαιδεύει» (εκδόσεις Κριτική). Το θέμα ήταν πως μπορεί κανείς αν διαλέξει τον κατάλληλο παιδικό σταθμό για το παιδί του και είχα βρεθεί σίγουρα στο πιο κατάλληλο μέρος αφού ο εκπαιδευτικός όμιλος «Πόλκα -Φροέλεν» πραγματικά ξεχωρίζει για πολλούς λόγους…
 
Αναζήτησα το κείμενο και δημοσιεύω εδώ ένα απόσπασμα από το  "Όποιος αγαπάει (εκ) παιδεύει"


"....Ήρθε η ώρα να αναζητήσετε παιδικό σταθμό ή μήπως όχι; Ποια θεωρείται, άραγε, ως κατάλληλη ηλικία για να πάει ένα παιδί στον παιδικό σταθμό;

«Οι ανάγκες της ζωής έχουν αλλάξει και πολλές φορές τα παιδιά έρχονται στον παιδικό σταθμό πολύ μικρά», σημειώνει η Τασούλα Χατζηνάσιου, διευθύντρια σε δημοτικό παιδικό σταθμό. «Κατά τη γνώμη μου, η πιο σωστή ηλικία για μια τέτοια αρχή είναι τριών ετών, ώστε το παιδί να έχει ωριμάσει λίγο, να καταλαβαίνει, να συνεργάζεται και να μπορεί να συμπεριφέρεται καλύτερα στην ομάδα».
Το ίδιο πιστεύει και ο Γεώργιος Σταθόπουλος, πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Ιδιοκτητών Παιδικών Σταθμών, ότι, δηλαδή, όταν υπάρχει η δυνατότητα, το παιδί θα πρέπει να μείνει στην οικογένεια μέχρι τα δύο-δυόμισι χρόνια του, για να παραμείνει στο περιβάλλον που πρωτοαντίκρισε μπαίνοντας στην οικογένεια και εκεί να πάρει τα πρώτα του ερεθίσματα. «Αν, όμως, πρόκειται να μείνει με έναν άνθρωπο που δεν γνωρίζουμε, χωρίς τουλάχιστον τον έλεγχο μιας γιαγιάς ή ενός παππού, τότε είναι καλύτερα για τους γονείς να απευθυνθούν σε κάποιο βρεφικό ή βρεφονηπιακό σταθμό».
Από τη στιγμή, λοιπόν, που θα αποφασίσουμε ή έστω θα οδηγηθούμε από τις συνθήκες να επιλέξουμε αυτήν τη λύση, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στις επιλογές μας, γιατί, όπως υποστηρίζουν οι ειδικοί, υπάρχουν σταθμοί που δέχονται πολύ μικρά παιδιά, χωρίς όμως να έχουν την απαραίτητη άδεια, ενώ ο έλεγχος από την πλευρά της πολιτείας, είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Όμως, η βρεφική ηλικία έχει άλλες, πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές, που πρέπει να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των παιδιών για τον ύπνο, το φαγητό, το χώρο, τους ανθρώπους που τα φροντίζουν.
Πάντως, αξίζει να σημειώσουμε ότι η Ελλάδα είναι από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου ένα πολύ μικρό ποσοστό των παιδιών μικρής ηλικίας –ακόμη και τριών ετών– πηγαίνει σε παιδικό σταθμό. Σύμφωνα με στοιχεία του Eurostat (1994-1995), το ποσοστό αυτό στη χώρα μας είναι 13%, έναντι 99% στη Γαλλία, 98% στο Βέλγιο και 60% στη Δανία!

Η προσαρμογή του παιδιού είναι πάντα δύσκολη;

Ένα κρίσιμο θέμα που στενοχωρεί συχνά τους γονείς, γεμίζοντάς τους ενοχές, είναι οι δυσκολίες του παιδιού να συνηθίσει τις νέες συνθήκες της ζωής του. Όταν θα επιλέξουμε, λοιπόν, κάποιον παιδικό σταθμό, θα πρέπει να ρωτήσουμε αν εφαρμόζουν κάποιο πρόγραμμα προσαρμογής για τους καινούργιους φιλοξενούμενούς τους. Σημαντικός είναι φυσικά και ο ρόλος της οικογένειας σ’ αυτό. «Η προσαρμογή εξαρτάται από την προετοιμασία που ήδη έχουν κάνει οι γονείς», σημειώνει η Τασούλα Χατζηνάσιου. «Όταν το παιδί είναι σωστά ενημερωμένο και αισθάνεται ασφαλές, αντιμετωπίζει διαφορετικά την κατάσταση, έχει ενδιαφέρον και θέλει να έρθει στο σταθμό. Αλλά και οι ίδιοι οι γονείς πρέπει να αισθάνονται βέβαιοι για την απόφασή τους, επειδή το παιδί αντιλαμβάνεται τους δισταγμούς και επηρεάζεται αρνητικά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την περίπτωση ενός μικρού, του οποίου η μητέρα στεκόταν έξω από την πόρτα του σταθμού και το φιλούσε συνεχώς μέχρι να φύγει. Αυτό το παιδί κατάφερε να προσαρμοστεί πολλούς μήνες μετά την αρχή της χρονιάς».
Η Διονυσία Αναστασάτου, παιδοψυχολόγος και ιδιοκτήτρια παιδικού σταθμού, συμπληρώνει ότι ο γονιός πρέπει να είναι σταθερός και αποφασισμένος, σίγουρος για την επιλογή του, «ακόμη κι αν η περίοδος προσαρμογής επιμηκυνθεί. Έτσι, η μία μέρα στο σταθμό και η άλλη στο σπίτι είναι σφάλμα. Πρέπει οι γονείς να έχουν μια σταθερή συμπεριφορά». Τονίζει, επίσης, ότι όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία του παιδιού, τόσο περισσότερο διαρκεί και το στάδιο προσαρμογής. «Αν, βεβαίως, δούμε ότι το παιδί συνεχίζει να αντιδρά, παρά τις προσπάθειες, για ένα πολύ μεγάλο διάστημα, σημαίνει ότι υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα, είτε στη δική του πλευρά, είτε σε αυτήν του σταθμού. Καλό είναι, λοιπόν, να ερευνήσουμε το ζήτημα και να συμβουλευθούμε κάποιον ειδικό».
Πάντως, όλοι συμφωνούν ότι είναι καλό οι γονείς να κάνουν μια-δυο επισκέψεις μαζί με το παιδί στο σταθμό, πριν το αφήσουν οριστικά. Γι’ αυτό το λόγο στους περισσότερους σταθμούς επιτρέπεται στις μητέρες τις πρώτες μέρες να βρίσκονται εκεί και να παρακολουθούν το παιδί από μακριά για να αισθανθεί από την αρχή ασφαλές.

Συμφωνούμε στον τρόπο ανατροφής;

Ένα σημαντικό ζήτημα που θα πρέπει να ερευνήσουμε όταν επιλέγουμε παιδικό σταθμό, είναι οι παιδαγωγικές αρχές που διέπουν τη λειτουργία του. Εδώ, βεβαίως, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον μπορούμε να είμαστε απόλυτοι στις απόψεις μας, επειδή συχνά ως γονείς δεν είμαστε τόσο ενημερωμένοι όσο οι ειδικοί επάνω σε ζητήματα παιδαγωγικής.
«Η δική μας αντίληψη», λέει ο Γεώργιος Σταθόπουλος, «δεν είναι να εξουσιάσουμε ένα παιδί, αλλά αντίθετα να μπορούμε να το απελευθερώσουμε από την πίεση που κάποιες φορές του ασκεί το γονεϊκό περιβάλλον και να του δώσουμε τις ευκαιρίες να γνωρίσει τον εαυτό του, να εκφραστεί και να δημιουργήσει σχέσεις με άλλα παιδιά»...."